- Ἐξερχόμενοι
- Выходящиеἐξερχόμενοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξερχόμενοι — ἐξέρχομαι go pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαυριασμός — μαυριασμός, ὁ (Μ) [μαυριάζω] μαυρίλα («ἀπὸ τοῡ ἐργαστηρίου τοῡ χαλκέως ἐξερχόμενοι καὶ τὴν μούντζην τοῡ μαυριασμοῡ ἀπὸ τοῡ προσώπου ἐκπλύνοντες», Νικήτ. Χων.) … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek